отодвинуться - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отодвинуться - translation to ρωσικά


отодвинуться      
1) ( переместиться ) s'écarter; se mettre de côté, se retirer de côté; reculer ( назад )
отодвинуться к стене - se ranger contre le mur
2) перен. ( отсрочиться ) être reporté, être renvoé
отпуск отодвинулся на осень - les vacances ont été repoussées à l'automne
отодвигаться      
1) см. отодвинуться
2) страд. être + part. pas. ( ср. отодвинуть)
Néanmoins, le petit reculait, sournoisement, se collait contre une muraille, point tellement rassuré...      
Однако мальчуган, хоть и храбрился для виду, незаметно отодвинулся и прижался к стене.

Ορισμός

ОТОДВИНУТЬСЯ
1. двигаясь, переместиться на небольшое расстояние.
О. от стены.
2. (1 и 2 л. не употр.) (разг.) отдалиться по времени.
Отпуск отодвинулся на осень.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отодвинуться
1. Часть интеллигентной публики предпочла отодвинуться от сцены в глубь танцпола.
2. Певец подсел за стол к парочке и попросил Юлю отодвинуться.
3. С. Пушкина репортеров, Александрова поспешила отодвинуться от попутчика.
4. Таким образом, решение проблемы может отодвинуться до весны...
5. Постарайтесь отодвинуться в сторону с безразличным выражением лица.